Κυριακή 22 Μαρτίου 2015 | By: Τσιβούλα Ελένη

Οικονομία Μυκηνών

Ήδη από τα τελευταία στάδια της ύστερης Μεσοελλαδικής εποχής, από τη λεγόμενη εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, είχε παρατηρηθεί μια αιφνίδια συσσώρευση πλούτου, η οποία οφειλόταν στις επιτυχείς εμπορικές δραστηριότητες μιας κοινωνικά ανερχόμενης τάξης. Η νέα άρχουσα τάξη, οδηγούμενη προφανώς από ισχυρούς ηγεμόνες, ήταν σε θέση να καλλιεργεί επαφές και εμπορικές σχέσεις με την ανακτορική Κρήτη και τις προηγμένες χώρες της Ανατολής, από τις οποίες εξασφαλίζονταν οι απαιτούμενες πρώτες ύλες και η προηγμένη τεχνογνωσία για τη λειτουργία των ντόπιων εργαστηρίων. Μέσα από τις επαφές των πρώτων μυκηναίων ηγεμόνων με την Κρήτη δημιουργήθηκαν νέα πρότυπα οικονομικής διαχείρισης, τα οποία μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνοδευμένα από τα τελευταία τεχνολογικά και πνευματικά επιτεύγματα της εποχής.


Με την ίδρυση των μυκηναϊκών ανακτόρων κατά το 14ο αιώνα π.Χ. η οικονομία άλλαξε χαρακτήρα και έγινε αυστηρά συγκεντρωτική. Οι ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα ανάκτορα ή κατά παραγγελία των ανακτόρων σύμφωνα με το μινωικό πρότυπο. Όπως προκύπτει από τη συσσώρευση των αγροτικών προϊόντων και των πολύτιμων αγαθών και από τις γραπτές μαρτυρίες των ανακτορικών αρχείων, τα ανάκτορα λειτουργούσαν ως κέντρα συγκέντρωσης και αναδιανομής του αγροτικού πλεονάσματος αλλά και ως κέντρα του διεθνούς εμπορίου. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα απέκτησαν γρήγορα οικονομική ισχύ και διεθνή ακτινοβολία, περιορίζοντας σταδιακά τη μινωική θαλασσοκρατορία. Μια σειρά από οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες έφεραν τους Μυκηναίους ως την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο αλλά και στα κέντρα της δυτικής Μεσογείου, στην Κάτω Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Οι τακτικές αυτές συναλλαγές διευκολύνθηκαν από την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε πολλά σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου, μερικά από τα οποία είχαν το χαρακτήρα των αποικιών. Μερικές σπάνιες πρώτες ύλες που βρέθηκαν σε ορισμένα σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα, όπως το ήλεκτρο καθώς και ορισμένες καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις υποδεικνύουν ότι οι Μυκηναίοι είχαν σποραδικές επαφές με τη Βόρεια Ευρώπη, τη Βρετανία και τις χώρες της Βαλτικής. Την παρουσία των Μυκηναίων στις μακρινές αυτές χώρες προκάλεσε κυρίως η αναζήτηση των μετάλλων, ιδιαίτερα του χρυσού και του κασσίτερου, που δεν απαντούν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Με την κατάρρευση των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. κατέρρευσε και το οικονομικό σύστημα της μυκηναϊκής Ελλάδας. Οι εμπορικές δραστηριότητες συρρικνώθηκαν και η οικονομία εισήλθε σε μια μακρά περίοδο μαρασμού. Κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, τα τοπικά εργαστήρια συνέχισαν την παραγωγή τους αλλά τα εισηγμένα πολυτελή προϊόντα έπαψαν να φτάνουν από τις ξένες αγορές και η καλλιτεχνική δημιουργία έχασε τη λάμψη των προηγούμενων αιώνων. Η οικονομική παρακμή και η εξαφάνιση της γραφής που χρησιμοποιούνταν από τα ανακτορικά κέντρα σηματοδότησαν την είσοδο της ηπειρωτικής Ελλάδας στη λεγόμενη περίοδο των "σκοτεινών αιώνων". Ένα νέο υλικό, ο σίδηρος, η χρήση του οποίου παρατηρείται από την Πρωτογεωμετρική περίοδο, έδωσε ένα διαφορετικό στίγμα στις οικονομικές διαδικασίες, δίνοντας και το όνομά του στη νέα εποχή.



6η ομάδα: Μαχαιρίδου Νεφέλη, Μαχαιρίδου Χριστίνα, Γιαννούδη Μαρία
Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015 | By: Τσιβούλα Ελένη

Άργος

Πρώτος βασιλιάς του Άργους θεωρείται ο Ίναχος, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, που έδωσε το όνομά του και στον ομώνυμο ποταμό της περιοχής. Μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, ίδρυσε το Άργος. Δίδαξε στους υπηκόους του την καλλιέργεια της γης, την κατασκευή ενδυμάτων, την επεξεργασία του ύαλου και πολυτίμων λίθων.
Η σπουδαιότητα του πολιτισμού του Άργους φαίνεται και από τα έπη του Ομήρου στα οποία όλοι οι Έλληνες αποκαλούνται Αργείοι (ακόμα και η Ωραία Ελένη αποκαλείται Αργεία). Ίσως διότι όλοι οι βασιλικοί οίκοι της Ελλάδος προέρχονται από το Άργος συμπεριλαμβανομένων και των οίκων των Μακεδόνων (εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse, "Άργος"). Επίσης η σπουδαιότητα του Αργειακού πολιτισμού φαίνεται και από τους τραγικούς ποιητές των οποίων πολλές τραγωδίες αναφέρονται στο Άργος. Τα εφάμιλλα της Ιλιάδος χαμένα έπη "Θηβαΐς" και "Επίγονοι", ίσως του Ομήρου, κάνουν μνεία για το κλέος του αρχαίου Άργους. Η Θηβαΐς αρχίζει: "Άργος άειδε, θεά, πολυδίψιον· ένθεν άνακτες κίνησαν..." και εννοεί τον πόλεμο κατά της Θήβας.

Από το Άργος κατάγονται δύο από τους μεγαλύτερους ήρωες της μυθολογίας μας, ο Περσεύς και ο Ηρακλής. Η τραγωδία του Ευριπίδη "Ηρακλής" αρχίζει ως εξής: "Ο Αμφιτρύων είμαι. Αργείος. Γιος του Αλκαίου. Απ' τον Περσέα κρατώ. Τη γυναίκα μου Αλκμήνη την κοιμήθηκε ο Δίας. Είμαι του Ηρακλή πατέρας, όλοι με ξέρουν, και μένω στη Θήβα, εδώ που φύτρωσε των Σπαρτών η σπορά απ' τα δόντια του Δράκου..." (μετάφραση Κ. Τοπούζη).
Από τον Αργείο Περσέα κατά μία εκδοχή πήρε το όνομα η Περσία. Ο μύθος λέει ότι μετά τον φόνο της Μέδουσας ο Περσεύς πήγε στην Αιθιοπία όπου σκότωσε το τέρας Κήτος. Ο βασιλιάς της Αιθιοπίας τού έδωσε για γυναίκα την κόρη του Ανδρομέδα. Εκεί γεννήθηκε ο Πέρσης όπου και παρέμεινε. Ο Περσεύς και η Ανδρομέδα επέστρεψαν στο Άργος. Ο δε Πέρσης βασίλευσε στην περιοχή της Περσέπολης. Από το γιο του Πέρση, Αχαιμένη προήλθε και ο νεότερος βασιλικός οίκος της Περσίας, αυτός των Αχαιμενιδών. Μάλιστα ο τελευταίος βασιλιάς της Περσίας Ριζά Παχλαβί, καυχάτο ότι ανήκε στη δυναστεία των Αχαιμενιδών.
Αραμπατζής Παναγιώτης Β1

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015 | By: Maria Giannakaki

Τροία

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015 | By: Maria Giannakaki

Μυκήνες ΙV (τα μνημεία)

 ΤΕΙΧΗ
Η αρχαία πόλη των Μυκηνών ήταν χτισμένη σε σπουδαίο στρατηγικό σημείο μεταξύ δυο κορυφών, του προφήτη Ηλία και της Σάρας, που εποπτεύει τη σπουδαιότερη οδική αρτηρία μεταξύ Άργους, Φλειούντα, Νεμέας, Κλεωνών και Κορίνθου, η οποία περνούσε από τους δυτικούς πρόποδες του λόφου.
Ιδρυτής των Μυκηνών ήταν ο Περσέας, ο οποίος ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης (μύκης = θήκη) του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκάλυψε μια πηγή με άφθονο νερό, την Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός μύκητα (μύκης = μανιτάρι). Άλλοι θεωρούν ότι η ετυμολογία της λέξης Μυκήνες προέρχεται από τη λέξη μυχός (= το πιο βαθύ και εσωτερικό σημείο ενός πράγματος, μιας τοποθεσίας, κλπ) και προσδιορίζει τη φυσική της θέση. Αρχαίοι συγγραφείς αποδίδουν το όνομα Μυκήνες στην ηρωίδα Μυκήνη, κόρη του Ινάχου, μυθολογικού βασιλιά του Άργους. Τέλος κάποιοι γλωσσολόγοι τη συσχετίζουν με το τοπωνύμιο Μυκαλησσός και Μύκαλη, τα οποία θεωρούνται προελληνικά.Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση τον ιδρυτή των Μυκηνών Περσέα (γιο του Δία και της Δανάης) διαδέχτηκαν στο θρόνο ο γιος του Σθένελος και ύστερα ο Ευρυσθέας, γνωστός από τους άθλους του Ηρακλή, τον οποίο σκότωσε ο γιος του Ηρακλή, ο Ύλλος. Έτσι τη δυναστεία των Περσειδών διαδέχτηκε η δυναστεία των Πελοπιδών. Απόγονος της δυναστείας αυτής ήταν ο Ατρέας, πατέρας του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου και ιδρυτής της γενιάς των Ατρειδών. Στα χρόνια της βασιλείας του Αγαμέμνονα, που ήταν αδελφός του Μενέλαου – βασιλιά της Σπάρτης- και αρχηγός της εκστρατείας στη Τροία, το κράτος των Μυκηνών έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του. Ο Όμηρος, ο πρώτος που ανέφερε τις Μυκήνες, περιγράφει τους πλατείς δρόμους τους, τα ωραία οικοδομήματα και τον πλούτο τους. 
  Οι γνώσεις μας για τις εγκαταστάσεις της Μυκηναϊκής εποχής προέρχονται κυρίως από τις ανασκαφικές έρευνες των μυκηναϊκών θέσεων αλλά και από τις επιφανειακές έρευνες. Τα πιο χαρακτηριστικά οικοδομικά κατάλοιπα της περιόδου της ακμής είναι οι οχυρωμένες ακροπόλεις που χτίστηκαν γύρω στα μέσα του 14ου αιώνα π.Χ. στα σημαντικότερα μυκηναϊκά κέντρα. Τα τείχη των μυκηναϊκών ακροπόλεων ήταν χτισμένα με τη λεγόμενη κυκλώπεια τοιχοδομία και οι είσοδοί τους ήταν επιβλητικές μεγαλιθικές πύλες. Οι καλύτερα ερευνημένες ακροπόλεις των Μυκηνών και της Τίρυνθας, μέσα στον περίβολο των οποίων είχαν χτιστεί σημαντικά κτήρια, μαρτυρούν ότι οι ακροπόλεις φιλοξενούσαν τις διοικητικές έδρες των μυκηναϊκών βασιλείων.
Ως ακροπόλεις ορίζονται βραχώδεις, φυσικά οχυρές θέσεις, στο ψηλότερο σημείο των οποίων ήταν χτισμένος ένας οικισμός που προστατευόταν από οχυρωματικά τείχη.  Οι πρωιμότεροι αυτοί λίθινοι περίβολοι που ήταν χαμηλοί, λεπτοί και χτισμένοι με μικρούς λίθους δεν ήταν σε θέση να αντέξουν ισχυρές πολιορκίες. Κατά το 14ο και 15ο αιώνα π.Χ. εμφανίστηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα ανάλογοι οχυρωμένοι οικισμοί, χτισμένοι όμως με το λεγόμενο κυκλώπειο τρόπο οικοδόμησης, με στόχο να κάνουν τους μυκηναϊκούς οικισμούς πραγματικά απόρθητους. Το πολεοδομικό αυτό σχήμα έφερε τους ελλαδικούς οικισμούς κοντά στο πρότυπο των πανίσχυρων οχυρωμένων πόλεων της Μικράς Ασίας, της Χαναάν και της Μεσοποταμίας.

Οι μεγάλες οχυρωμένες ακροπόλεις της Τίρυνθας, των Μυκηνών, του Γλα και των Αθηνών αποτελούν ίσως τα πιο χαρακτηριστικά δημιουργήματα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι εγκαταστάσεις αυτές δεν ήταν απλώς οχυρωμένοι συνοικισμοί, ούτε ανοχύρωτα ανάκτορα, όπως στην Κρήτη και την Πύλο. Ήταν τειχισμένα ανακτορικά συγκροτήματα τα οποία καταλάμβαναν σχεδόν ολόκληρη την έκταση εντός των τειχών και αποτελούσαν τις πρωτεύουσες μεγάλων διοικητικών περιοχών. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ζούσαν σε μικρότερους συνοικισμούς και αγροτικές εγκαταστάσεις έξω από τα τείχη. Οι περίοικοι έβρισκαν σε καιρό πολέμου καταφύγιο στις ακροπόλεις, αν και το εσωτερικό τους δε διέθετε αρκετό ελεύθερο χώρο, καθώς τα κτήρια κάλυπταν σχεδόν ολόκληρη την έκταση της ακρόπολης. Το ρόλο της προσωρινής στέγης για τους πρόσφυγες θα είχαν ίσως στην Τίρυνθα η κάτω ακρόπολη και στις Μυκήνες τα σπήλαια της βορειοδυτικής πλαγιάς.

Οι ακροπόλεις ήταν οι διοικητικές έδρες και ταυτόχρονα τα θησαυροφυλάκια κάθε μυκηναϊκού κρατιδίου. Ο επιβλητικός όγκος των τειχών τους αποτελούσε ταυτόχρονα το σύμβολο και το μέτρο ισχύος του δυνάστη που τις κατείχε.
Το εσωτερικό των ακροπόλεων ήταν ένας άριστα οργανωμένος χώρος, όπου βρίσκονταν διάφορα κτηριακά συγκροτήματα με συγκεκριμένες λειτουργίες.

 Η επικοινωνία ανάμεσα στα συγκροτήματα αυτά γινόταν με ένα περίπλοκο σύστημα από διαδρόμους, κλίμακες και αναβάθρες που διευκόλυναν την κυκλοφορία και συγχρόνως χώριζαν την ακρόπολη σε ζώνες ειδικών λειτουργιών. Το κεντρικό κτήριο ήταν το ανάκτορο, η κατοικία του άνακτα και της οικογένειάς του. Γύρω από αυτό βρισκόταν ένα πλήθος από κτίσματα, όπου στεγάζονταν οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, τα μέλη του ιερατείου, οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες. Σε γειτονικά διαμερίσματα κατοικούσαν η ακολουθία και η φρουρά του ηγεμόνα. Στις ακροπόλεις βρίσκονταν επίσης τα ανακτορικά ιερά και οι κρατικές αποθήκες, όπου ήταν συγκεντρωμένα τα αγροτικά προϊόντα και τα εμπορεύματα της περιοχής.




Τα τείχη των μυκηναϊκών ακροπόλεων ήταν εντυπωσιακά και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Αυτά τα "κυκλώπεια τείχη" όπως λέγονται, είναι χτισμένα με μεγάλους ογκόλιθους και έχουν μεγάλος πλάτος







Συγγραφική ομάδα για 
"Μυκήνες τόπος και μνημεία"

Μαρίνα, Δήμητρα, Άννα




Μυκήνες ΙΙΙ (Τα μνημεία)

Α. Λακκοειδείς τάφοι
 Oι λακκοειδείς τάφοι είναι απλοί λάκκοι, οι μεγαλύτεροι και βαθύτεροι με ξερολιθιά στα πλάγια, πάνω στην οποία πατούσαν τα οριζόντια δοκάρια της στέγης του τάφου. Ο νεκρικός θάλαμος είναι υπόγειος με χτιστά τοιχώματα και πρόσβαση από πάνω. Μετά την τοποθέτηση του νεκρού το άνοιγμα καλύπτεται με ξύλινα δοκάρια και πλάκες και στο τέλος ο τάφος καλύπτεται με τεχνητή επίχωση, που σχηματίζει ένα μικρό λοφίσκο, τον τύμβο. Συχνά οι λακκοειδείς τάφοι κατασκευάζονταν κατά συστάδες, πάνω από τις οποίες σχηματιζόταν ένας ενιαίος κυκλικός τύμβος. Δύο τέτοιοι κύκλοι, ο ταφικός κύκλος Α και ο ταφικός κύκλος Β, που περιείχαν βασιλικές ταφές, βρέθηκαν στις Μυκήνες.



 Ο ταφικός κύκλος Α ήταν το βασιλικό νεκροταφείο των Μυκηναίων ηγεμόνων της πρώιμης εποχής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού κατά τον 16ο αιώνα π.χ.. Αρχικά βρισκόταν εκτός των οχυρώσεων των Μυκηνών και ήταν μία συστάδα λακκοειδών βασιλικών τάφων, που την περιέβαλε ένας χαμηλός περίβολος από ξερολιθιά διαμέτρου 27,50 μ. Όταν το 13ο αιώνα π.Χ χτίστηκε ψηλότερα η Πύλη των Λεόντων και το δυτικό τείχος, οι τάφοι βρέθηκαν στο βάθος ενός τεχνητού κοιλώματος. Τότε χτίστηκε γύρω τους ένας ισχυρός επικλινής τοίχος, ο οποίος συγκράτησε την επίχωση που γέμιζε το κοίλωμα, σκέπασε τους τάφους και έφερε τον κύκλο στην στάθμη της Πύλης. Στην κορυφή του τοίχου στήθηκαν δύο ομόκεντρες σειρές από όρθιες πλάκες σε απόσταση 1,20 μ, μεταξύ τους και το διάστημα μεταξύ τους σκεπάστηκε από όμοιες πλάκες, που σχημάτισαν ένα κυκλικό θωρακείο με είσοδο στη βόρεια πλευρά, προς την Πύλη των Λεόντων. Έτσι με την επέκταση των τειχών ο ταφικός κύκλος Α συμπεριλήφθηκε στα τείχη και σήμερα βρίσκεται μέσα στην ακρόπολη, νοτιοανατολικά και σε μικρή απόσταση από την Πύλη των Λεόντων. 

Β. Θολωτοί τάφοι
Οι θολωτοί τάφοι είναι υπόγεια κυκλικά κτίσματα που αποτελούνται από την κυρίως θόλο και ένα μακρύ δρόμο. Το χτίσιμο των θόλων γινόταν με λιθόπλινθους που τοποθετούνταν σε σειρές κατά το εκφορικό σύστημα. Ο ταφικός αυτός τύπος προήλθε μάλλον από την Κρήτη, όπου υπήρχε ήδη από την Πρωτομινωική εποχή (3000-2000 π.Χ) και μεταδόθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά το τέλος της Yστεροελλαδικής I περιόδου (1550-1500 π.Χ.) μέσω της Μεσσηνίας, όπου έχουν βρεθεί τα πρωιμότερα παραδείγματα. Κατά μια διαφορετική άποψη, οι θολωτοί τάφοι δεν είναι παρά μια λιθόχτιστη εκδοχή του ελλαδικού τύμβου.
Το σύνολο των θολωτών τάφων που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα ανέρχεται στους 120. Από αυτούς, οι 14 μεγαλύτεροι θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου, το οποίο έφτανε μερικές φορές τους 120 τόνους. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και τις πλευρές της θόλου.
 Όλοι οι θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας βρέθηκαν συλημένοι ολοκληρωτικά ή εν μέρει, γι' αυτό δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τα έθιμα ταφής. Οι λάκκοι που έχουν βρεθεί στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως τελετουργικές εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρo των θόλων προστίθεντο μερικές φορές ορθογώνιοι θάλαμοι. Οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι, όπως δείχνει μια γυναικεία ταφή στις Αρχάνες. Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν βρεθεί δύο παραδείγματα τέτοιων τάφων, ο "θησαυρός του Ατρέα" στις Μυκήνες και ο "θησαυρός του Μινύα" στον Ορχομενό. Στο δεύτερο από αυτούς τους τάφους, η οροφή του πλευρικού θαλάμου είναι επενδυμένη με μια ασβεστολιθική πλάκα με ανάγλυφη διακόσμηση.



Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχρι τον πρώτο ενταφιασμό. Ο πολυτελής διάκοσμος της πρόσοψης του θησαυρού του Ατρέα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα. Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Ύστερα από κάθε ταφή το εξωτερικό άκρο του δρόμου κλεινόταν και το εσωτερικό του γεμιζόταν με χώμα. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά. Το επιβλητικό αυτό χωμάτινο έξαρμα λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα.
Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ (1300-1200 π.Χ.) περίοδο. Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.

Μυκήνες ΙΙ (ο τόπος)